Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

ΠΟΛΩΝΙΑ 2008:ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ


Η διάσκεψη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής στο Μπαλί της Ινδονησίας έφερε και πάλι σε κεντρική θέση της επικαιρότητας τα θέματά του περιβάλλοντος. Η ίδια η διάσκεψη έκλεισε με σχετική επιτυχία όχι με αποτυχία, για να είμαστε ακριβείς. Οι χώρες, στο τέλος των δεκαήμερων διαπραγματεύσεων έφτασαν κοντά στο ναυάγιο, και την τελευταία στιγμή κάμφθηκαν οι αντιρρήσεις κυρίως των ΗΠΑ ώστε να συμφωνηθεί ένα σχέδιο βάσει του οποίου θα συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις μέχρι το 2009.

Η ελπίδα είναι ότι με τις δυο επόμενες συναντήσεις επί ευρωπαϊκού εδάφους (Πολωνία 2008, Δανία 2009) και με μια πιθανή αλλαγή στη στάση των ΗΠΑ μετά τις εκλογές πιθανόν να επιτευχθεί το ζητούμενο: να συμφωνηθούν ποσοτικοί δεσμευτικοί στόχοι για τον περιορισμό των εκπομπών που θα ισχύσουν από το 2012 και μετά που εκπνέει το πρωτόκολλο του Κιότο.

Τα υπόλοιπα που συμφωνήθηκαν στο Μπαλί είναι επίσης σημαντικά: η αντιμετώπιση της αποδάσωσης στις αναπτυσσόμενες (τροπικές κυρίως) χώρες ως σημαντικού συστατικού της κλιματικής αλλαγής είναι ένα από αυτά. Επίσης, η συμφωνία για τη δημιουργία ενός ταμείου «προσαρμογής» προετοιμασίας δηλαδή για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την κλιματική αλλαγή είναι σημαντική για την πρόληψη και ανακούφιση των προβλημάτων που θα αντιμετωπίσουν, και πάλι κυρίως οι αναπτυσσόμενες χώρες.

Η Ελλάδα μέσα σε όλα αυτά έχει συνταχθεί με τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ενωσης: 20% μείωση των εκπομπών μέχρι το 2020, που η Ε.Ε. προτίθεται να αυξήσει μονομερώς σε 30% αν δεσμευτούν και οι αναπτυσσόμενες χώρες ότι θα μειώσουν τις δικές τους εκπομπές.

Το ερώτημα είναι πώς σκοπεύει η Ελλάδα να φτάσει αυτούς τους στόχους. Σήμερα, είμαστε ήδη οριακά πάνω από τον στόχο του Κιότο (αύξηση εκπομπών όχι μεγαλύτερη από 25%). Με σχέδια για εγκατάσταση νέων μονάδων καύσης λιθάνθρακα, χωρίς ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, χωρίς φορολογικά κίνητρα για την ενεργειακή αποτελεσματικότητα σε κτίρια, βιομηχανία, μεταφορές, οι νέοι, κατά πολύ υψηλότεροι στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν.

Η Ελλάδα έχει την τάση - ιδίως σε θέματα περιβάλλοντος - να αντιδρά με μικρή ταχύτητα, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τα όποια θέματα λίγο πριν αυτά φτάσουν στην καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή, η έλλειψη συγκροτημένου, μακροχρόνιου σχεδιασμού, που χαρακτηρίζει άλλωστε τη συνολική περιβαλλοντική πολιτική της κυβέρνησης, κινδυνεύει να φορτώσει τη χώρα με μεγάλο κόστος και απώλεια ευκαιριών ανάπτυξης.

Η προσκόλληση σε μια παρωχημένη ενεργειακή πολιτική δεν αφήνει να αναπτυχθούν οι νέες τεχνολογίες και να ενταχθούν εγκαίρως στην παραγωγική διαδικασία. Τέτοιες τεχνολογίες μπορούν να δημιουργήσουν σημαντικές επιχειρηματικές ευκαιρίες, θέσεις εργασίας και εισοδήματα, ενώ παράλληλα παρέχουν ενεργειακή ασφάλεια σε έναν κόσμο όπου η χρήση ορυκτών καυσίμων θα γίνεται όλο και ακριβότερη, εφόσον συμπεριληφθεί και το περιβαλλοντικό κόστος. Και δεν υπάρχει αμφιβολία πως το κόστος των ζημιών από τις κλιματικές αλλαγές, τα αυξημένα ασφάλιστρα απέναντι σε φυσικές καταστροφές θα μετακυλισθεί, μέσω της αγοράς ή μέσω της νομοθεσίας, και στον ενεργειακό τομέα.

Η αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών θεμάτων γίνεται όλο και περισσότερο ζήτημα και οικονομικό, και συνδέεται με το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας. Η Ελλάδα, ακόμα και σήμερα παραμένει προσκολλημένη σε ένα μοντέλο που βασίζεται στην οικονομική μεγέθυνση, παρακολουθώντας αποκλειστικά παραδοσιακούς οικονομικούς δείκτες σαν το ΑΕΠ, το ισοζύγιο πληρωμών κ.λπ. Αν δεν υιοθετήσει σύντομα ένα νέο μοντέλο, όπου η προστασία του περιβάλλοντος διατρέχει όλες τις τομεακές πολιτικές, αν δεν αρχίσει να παρακολουθεί, ακόμη και σε ένα παράλληλο σύστημα, την πορεία εξέλιξης της ελληνικής οικονομίας με σύγχρονους δείκτες που ενσωματώνουν την Πράσινη Οικονομία, θα κληθεί να πληρώσει ένα αρκετά υψηλότερο τίμημα όταν καθυστερημένα θα είναι υποχρεωμένη πλέον να το πράξει.

Η έκθεση Στερν για τις κλιματικές αλλαγές λέει πολύ απλά ότι η επένδυση σε τεχνολογίες και άλλα μέτρα για αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής μπορεί να χρειαστεί περίπου το 1% του ΑΕΠ, η αντιμετώπιση όμως των επιπτώσεων θα κυμανθεί από 5% μέχρι και 20% του ΑΕΠ.
Πόσο πιο προφανές πρέπει να γίνει για να αποφασίσει μια χώρα και η κυβέρνησή της τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει;

Δεν υπάρχουν σχόλια: